-
1 инженер
ο μηχανικόςглавный - ο αρχιμηχανικός, ο τεχνικός διευθυντήςдежурный - της βάρδι-ας/φυλακήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инженер
-
2 инспектор
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инспектор
-
3 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
4 регулятор
ο ρυθμιστής- пара - ατμού, ο ατμοφράχτης- тембра (рад.тлв.) - τόνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулятор
-
5 правило
ο κανόν/αςаукционные - а - ες δημοπρασίας/πλειστηριασμού- а безопасности - ες ασφαλείας, οι κανονισμοί ασφαλείαςтройное - мат. η μέθοδος των τριών- а уличного движения ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας (К.О.К.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правило
-
6 ремень
1. тех. ο ιμάντας 2. (полоса кожи) η ζών/η, ο ιμάςпривязной ав. - πρόσδεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремень
-
7 техника
1. (совокупность средств) о εξοπλισμόςτα μέσαη τεχνική2. (методика, приём) η τεχνικ/ήвакуумная - η τεχνολογία δημιουργίας, συντήρησης και μέτρησης του κενού3. (вычислительная) οι υπολογιστές και τα προγράμματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > техника
-
8 безопасность
безопасн||остьж ἡ ἀσφάλεια, τό ἀκίνδυνο[ν]:Комитет государственной безопасности ἡ Επιτροπή Κρατικής 'Ασφαλείας; Совет Безопасности ООН τό Συμβού-λιο[ν] 'Ασφαλείας τοῦ ΟΗΕ; техника \безопасностьости μέτρα προστασίας ἀπό ἀτυχήματα ἐργασίας. -
9 пристегнуть
κουμπώνω, θηλυκώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пристегнуть
-
10 пристёгивать
пристёгивать, пристегнуть κουμπώνω; \пристёгивать ремни безопасности βάλλω (или δένω) τη ζώνη ασφάλειας* * *= пристегнутьпристёгивать ремни́ безопа́сности — βάλλω ( или δένω) τη ζώνη ασφάλειας
-
11 совет
I совет Ι м (наставление) η συμβουλή; дать \совет συμβουλεύω; следовать \советам ακολουθώ τις συμβουλές; просить \совета ζητώ συμβουλή II совет II м 1) (орган государственной власти в СССР) το σοβιέτ· Верховный Совет СССР το Ανώτατο Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ.· Совет Союза το Σοβιέτ της Ένωσης; Совет Национальностей το Σοβιέτ των Εθνοτήτων; Советы народных депутатов τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων 2) (совещательный орган) το συμβούλιο; совет министров το υπουργικό συμβούλιο; Совет Безопасности ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.· Всемирный Совет Мира το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης* * *I м( наставление) η συμβουλήдать сове́т — συμβουλεύω
сле́довать сове́там — ακολουθώ τις συμβουλές
II мпроси́ть сове́та — ζητώ συμβουλή
1) ( орган государственной власти в СССР) το σοβιέτСове́ты наро́дных депута́тов — τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων
2) ( совещательный орган) το συμβούλιοСове́т мини́стров — το υπουργικό συμβούλιο
Сове́т Безопа́сности ООН — το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.
Всеми́рный Сове́т Ми́ра — το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης
-
12 берма
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > берма
-
13 автомат
1. (автоматический выключатель) ο αυτόματος διακόπτηςмасляный - λαδιού/ελαίου2. (в значении станок) η αυτόματη μηχανή 3. (механизм, аппаратура) ο αυτόματος μηχανισμός, η αυτόματη συσκευή 4. (оружие) το αυτόματο (όπλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомат
-
14 мера
1. (величина) το μέτρο, το μέγεθος 2. (средство измерений для воспроизведения физической величины заданного размера) η μέτρηση, το μέτρημα, το μέτρο, η (μετρική) μονάδα- веса - του βάρους, τα σταθμά3. (мероприятие) το μέτρ/ο, η ενέργειαпредупредительная - προληπτικό -, προειδοποιητικά - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мера
-
15 палуба
мор. το κατάστρωμαразг. η κουβέρτα (ξεν.)настилать - у (επι)στρώνω το - (π.χ. με ξυλεία)верхняя / нижняя - твиндечная - άνω/κάτω - του κουραδόρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палуба
-
16 совет
1. (совещание, заседание) το συμβούλι/ο 2. (распорядительный илисовещательный орган при организации,обществе и т.п.) το συμβούλιο 3. (наставление, предложение, указание) ησυμβουλή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совет
-
17 совет
советм1. (наставление) ἡ συμβουλή:\совет врачей ἡ ἱατρική συμβουλή· дру́жеский \совет ἡ φιλική συμβουλή, ἡ φιλική παραίνεση· следовать чьим-л. \советам ἀκολουθώ τίς συμβουλές κάποιου·2. (совещание) συμβούλιο[ν]:военный \совет τό πολεμικό συμβούλιο· семейный \совет τό οίκογενειακό[ν] συμβούλιο[ν]·3. (административный или общественный орган) τό συμβούλιο[ν]:Совет Министров τό ϋπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]· Всемирный \совет Мира τό Παγκόσμιο[ν] Συμβούλιο[ν] είρήνης· Совет Безопасности СОН τό Συμβούλων 'Ασφαλείας τοῦ ΟΗΕ·4. (орган государственного управления в СССР) τό Σοβιέτ, τό Συμβούλιο[ν]:Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ (τής Ένωσης τῶν Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών)· Совет Союза τό Σοβιέτ τής Ένωσης· Совет Национальностей τό Σοβιέτ τών Εθνοτήτων Совет народных депутатов τό Σοβιέτ των \си́кС5р βουλευτών' областной \совет τό Σοβιέτ τής περιοχής· местные \советы τά τοπικά Σοβιέτ· городской \совет τό Σοβιέτ τής πόλεως· сельский \совет τό Σοβιέτ τοῦ χωριοῦ· Съезд Советов τό συνέδριο των Σοβιέτ· ◊ \совет да4 любовь μονοιασμένοι κι ἀγαπημένοι. -
18 режим
-а α.1. καθεστώς•царский режим τσαρικό καθεστώς•
монархический режим μοναρχικό καθεστώς•
полицейский режим αστυνομικό καθεστώς.
|| εσωτερικός κανονισμός• καθιερωμένη σειρά, τάξη•режим дня το καθεστώς της μέρας•
школьный режим σχολικός κανονισμός.
2. σύστημα κανόνων, μέτρων κλπ.)• режим питания κανονισμός διατροφής-δίαιτα•режим безопасности καθεστώς (μέτρα) ασφάλειας.
εκφρ.режим экономики – σύστημα οικονομίας•режим резания – (τεχ.) σύστημα κοπής σε τόρνο. -
19 совет
-а α.1. συμβουλή, ορμήνεια•совет врача συμβουλή του γιατρού•
дать совет δίνω συμβουλή (συμβουλεύω)•
последовать -у ακολουθώ τη συμβουλή•
дружеский совет φιλική συμβουλή.
2. συμβούλιο•семейный совет οικογενειακό συμβούλιο•
военный совет πολεμικό συμβούλιο.
3. συμ-μβούλιο (όργανο διοικητικό κλπ.)• совет безопасности оон Συμβούλιο Ασφαλείας του•оне административный совет διοικητικό συμβούλιο-- министров υπουργικό συμβούλιο.
|| πλθ. -ы οδηγίες.4. (παλ. κ. απλ.) ομόνοια•жить в -е ζω μονιασμένα.
5. Συμβούλιο, Σοβιέτ•совет верховный совет Ανώτατο Σοβιέτ.
εκφρ.совет да любовь – (ευχή στους νεόνυμφους) ζωή ευτυχισμένη και αγαπημένη.